κτηνάλευρο(ν)

κτηνάλευρο(ν)
το отруби

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κτηνάλευρο(ν)" в других словарях:

  • κτηνάλευρο — το συν. στον πληθ. τα κτηνάλευρα άλευρα που λαμβάνονται με την άλεση διαφόρων σπόρων, δημητριακών, οσπρίων κ.ά. προϊόντων και χρησιμοποιούνται υπό μορφή πίτας για τη διατροφή ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + άλευρο (< αλεύρι)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»